- πενθεριδεύς
- -έως, ὁ, Αο γιος τού πεθερού, ανδράδελφος ή γυναικάδελφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + κατάλ. -ιδεύς (πρβλ. αδελφ-ιδεύς), κατά τα λυκ-ιδεύς, αετ-ιδεύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πενθερίδης — ὁ, Α (δ. τ.) πενθεριδεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός κατά τα πατρωνυμικά σε ίδης (πρβλ. Κρον ίδης)] … Dictionary of Greek
πενθεριδούς — oῡ, ὁ, Μ πενθεριδεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + κατάλ. ιδοῦς (< ιδ εός με συναίρεση δηλωτική απογόνου), πρβλ. θυγατρ ιδούς] … Dictionary of Greek